βασανιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βασανιστής | οι | βασανιστές |
| γενική | του | βασανιστή | των | βασανιστών |
| αιτιατική | τον | βασανιστή | τους | βασανιστές |
| κλητική | βασανιστή | βασανιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βασανιστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βασανιστής < βασανίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.sa.niˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐σα‐νι‐στής
Ουσιαστικό
βασανιστής αρσενικό (θηλυκό βασανίστρια)
- αυτός που υποβάλλει κάποιον άλλον σε σωματικά ή ψυχικά βασανιστήρια
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βασανιστής | οἱ | βασανισταί |
| γενική | τοῦ | βασανιστοῦ | τῶν | βασανιστῶν |
| δοτική | τῷ | βασανιστῇ | τοῖς | βασανισταῖς |
| αιτιατική | τὸν | βασανιστήν | τοὺς | βασανιστᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | βασανιστᾰ́ | βασανισταί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βασανιστᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βασανισταῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βάσανος
Πηγές
- βασανιστής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βασανιστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.