βασανιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βασανιστής οι βασανιστές
      γενική του βασανιστή των βασανιστών
    αιτιατική τον βασανιστή τους βασανιστές
     κλητική βασανιστή βασανιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βασανιστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βασανιστής < βασανίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /va.sa.niˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βασανιστής

Ουσιαστικό

βασανιστής αρσενικό (θηλυκό βασανίστρια)

  • αυτός που υποβάλλει κάποιον άλλον σε σωματικά ή ψυχικά βασανιστήρια

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βασανιστής οἱ βασανισταί
      γενική τοῦ βασανιστοῦ τῶν βασανιστῶν
      δοτική τῷ βασανιστ τοῖς βασανισταῖς
    αιτιατική τὸν βασανιστήν τοὺς βασανιστᾱ́ς
     κλητική ! βασανιστᾰ́ βασανισταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βασανιστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  βασανισταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βασανιστής < βασανίζω, βασανισ- + -τής

Ουσιαστικό

βασανιστής αρσενικό (θηλυκό βασανίστρια)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.