βασανιστήρια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βασανιστήρια < πληθυντικός του βασανιστήριο

Ουσιαστικό

βασανιστήρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. συστηματική πρόκληση σωματικού πόνου εις βάρος κρατουμένου, με χρήση πολλές φορές ειδικών οργάνων, που αποσκοπεί στην απόσπαση μιας μαρτυρίας ή απλώς στον εξευτελισμό του βασανιζόμενου
  2. (γενικότερα) οποιαδήποτε συμπεριφορά προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο σε άνθρωπο ή σε ζώο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.