βαρύνων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαρύνων η βαρύνουσα το βαρύνον
      γενική του βαρύνοντος
& βαρύνοντα1
της βαρύνουσας
& βαρυνούσης*
του βαρύνοντος
    αιτιατική τον βαρύνοντα τη βαρύνουσα το βαρύνον
     κλητική βαρύνων βαρύνουσα βαρύνον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαρύνοντες οι βαρύνουσες τα βαρύνοντα
      γενική των βαρυνόντων των βαρυνουσών των βαρυνόντων
    αιτιατική τους βαρύνοντες τις βαρύνουσες τα βαρύνοντα
     κλητική βαρύνοντες βαρύνουσες βαρύνοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βαρύνων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαρύνων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος βαρύνω < βαρύς, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pésant[1]

Μετοχή

βαρύνων, -ουσα, -ον

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.