βαρύνων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαρύνων | η | βαρύνουσα | το | βαρύνον |
| γενική | του | βαρύνοντος & βαρύνοντα1 |
της | βαρύνουσας & βαρυνούσης* |
του | βαρύνοντος |
| αιτιατική | τον | βαρύνοντα | τη | βαρύνουσα | το | βαρύνον |
| κλητική | βαρύνων | βαρύνουσα | βαρύνον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαρύνοντες | οι | βαρύνουσες | τα | βαρύνοντα |
| γενική | των | βαρυνόντων | των | βαρυνουσών | των | βαρυνόντων |
| αιτιατική | τους | βαρύνοντες | τις | βαρύνουσες | τα | βαρύνοντα |
| κλητική | βαρύνοντες | βαρύνουσες | βαρύνοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαρύνων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαρύνων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος βαρύνω < βαρύς, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pésant[1]
Μεταφράσεις
βαρύνων
|
|
Αναφορές
- βαρύνων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.