έπαυλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έπαυλη | οι | επαύλεις |
| γενική | της | έπαυλης* | των | επαύλεων |
| αιτιατική | την | έπαυλη | τις | επαύλεις |
| κλητική | έπαυλη | επαύλεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επαύλεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μια έπαυλη.
Ετυμολογία
- έπαυλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔπαυλ(ις) (αγροικία) + -η < ἐπί + αὖλις (κατάλυμα για διανυκτέρευση, παράλληλος τύπος του αὐλή)[1] & σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική villa, και από τη γαλλική villa[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.pa.vli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐παυ‐λη
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- έπαυλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.