βιλάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιλάρα | οι | βιλάρες |
| γενική | της | βιλάρας | — | |
| αιτιατική | τη | βιλάρα | τις | βιλάρες |
| κλητική | βιλάρα | βιλάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιλάρα < βίλ(λ)(α) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Μεταφράσεις
βιλάρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.