βίγλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βίγλα | οι | βίγλες |
| γενική | της | βίγλας | των | βιγλών |
| αιτιατική | τη | βίγλα | τις | βίγλες |
| κλητική | βίγλα | βίγλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βίγλα < μεσαιωνική ελληνική βίγλα < αρωμουνική viglã < λατινική vigilare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος vigilo < vigil < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weǵ- (είμαι δυνατός)
Ουσιαστικό
βίγλα θηλυκό
- σημείο από το οποίο μπορεί κάποιος να παρατηρεί τη γύρω περιοχή, παρατηρητήριο
- ※ Να, περνούνε τα κοράκια πάνω από τη βίγλα, έλεγε το Λενιώ δείχνοντας το πυργάκι. (Κοσμάς Πολίτης Η κορομηλιά [διήγημα])
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.