βιγλατόρισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιγλατόρισσα οι βιγλατόρισσες
      γενική της βιγλατόρισσας
    αιτιατική τη βιγλατόρισσα τις βιγλατόρισσες
     κλητική βιγλατόρισσα βιγλατόρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιγλατόρισσα < βιγλάτορ(ας) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

βιγλατόρισσα, θηλυκό

  • (λογοτεχνικό) θηλυκό του βιγλάτορας
      Κωστής Παλαμάς, Η πολιτεία και η μοναξιά, Έχτο Βιβλίο. Στη χώρα που αρματώθηκε greek-language.gr, στίχ.29 (στίχ.2931)
    κι από τη βιγλατόρισσα Άρτα πέρα,
    και απ’ όπου μόνο ζει, για να παντέχει
    της λευτεριάς ο σκλάβος την ημέρα.

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βιγλάτορας

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.