vigie

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
vigie vigies

Ουσιαστικό

vigie (fr) θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) ρηχός βυθός ή ύφαλος· σημαδούρα που δείχνει κάτι τέτοιο
  2. (παρωχημένο) επιτηρητής σε μια ακτή που επιτηρεί την θαλάσσια κίνηση
  3. η επιτήρηση της θάλασσας από έναν ναύτη που βρίσκεται σε ένα ψηλό μέρος ενός πλοίου
  4. χώρος επιτήρησης των οδηγών τρένων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.