βιγλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
βιγλίζω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βίγλα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βιγλίζω | βίγλιζα | θα βιγλίζω | να βιγλίζω | βιγλίζοντας | |
| β' ενικ. | βιγλίζεις | βίγλιζες | θα βιγλίζεις | να βιγλίζεις | βίγλιζε | |
| γ' ενικ. | βιγλίζει | βίγλιζε | θα βιγλίζει | να βιγλίζει | ||
| α' πληθ. | βιγλίζουμε | βιγλίζαμε | θα βιγλίζουμε | να βιγλίζουμε | ||
| β' πληθ. | βιγλίζετε | βιγλίζατε | θα βιγλίζετε | να βιγλίζετε | βιγλίζετε | |
| γ' πληθ. | βιγλίζουν(ε) | βίγλιζαν βιγλίζαν(ε) |
θα βιγλίζουν(ε) | να βιγλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βίγλισα | θα βιγλίσω | να βιγλίσω | βιγλίσει | ||
| β' ενικ. | βίγλισες | θα βιγλίσεις | να βιγλίσεις | βίγλισε | ||
| γ' ενικ. | βίγλισε | θα βιγλίσει | να βιγλίσει | |||
| α' πληθ. | βιγλίσαμε | θα βιγλίσουμε | να βιγλίσουμε | |||
| β' πληθ. | βιγλίσατε | θα βιγλίσετε | να βιγλίσετε | βιγλίστε | ||
| γ' πληθ. | βίγλισαν βιγλίσαν(ε) |
θα βιγλίσουν(ε) | να βιγλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βιγλίσει | είχα βιγλίσει | θα έχω βιγλίσει | να έχω βιγλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βιγλίσει | είχες βιγλίσει | θα έχεις βιγλίσει | να έχεις βιγλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βιγλίσει | είχε βιγλίσει | θα έχει βιγλίσει | να έχει βιγλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βιγλίσει | είχαμε βιγλίσει | θα έχουμε βιγλίσει | να έχουμε βιγλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βιγλίσει | είχατε βιγλίσει | θα έχετε βιγλίσει | να έχετε βιγλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βιγλίσει | είχαν βιγλίσει | θα έχουν βιγλίσει | να έχουν βιγλίσει |
| |
Μεταφράσεις
βιγλίζω
|
|
Αναφορές
- Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 13. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2021-07-28.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.