γκάγκαρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκάγκαρος οι γκάγκαροι
      γενική του γκαγκάρου
& γκάγκαρου
των γκαγκάρων
    αιτιατική τον γκάγκαρο τους γκαγκάρους
& γκάγκαρους
     κλητική γκάγκαρε γκάγκαροι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκάγκαρος < ιταλική ganghero (μάνταλο / μεντεσές)[1]

Ουσιαστικό

γκάγκαρος αρσενικό

Σημειώσεις

  • με το όνομα γκάγκαρος αναφέρονταν σκωπτικά οι γηγενείς Αθηναίοι στα σπίτια των οποίων οι εξώπορτες υποτίθεται ότι έκλειναν με γκάγκαρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.