βεργούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βεργούλα οι βεργούλες
      γενική της βεργούλας
    αιτιατική τη βεργούλα τις βεργούλες
     κλητική βεργούλα βεργούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βεργούλα < βέργα + κατάληξη υποκοριστικού -ούλα

Ουσιαστικό

βεργούλα θηλυκό

  1. βέργα μικρού μήκους
    τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε (τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.