βεργούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βεργούλα | οι | βεργούλες |
| γενική | της | βεργούλας | — | |
| αιτιατική | τη | βεργούλα | τις | βεργούλες |
| κλητική | βεργούλα | βεργούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βεργούλα θηλυκό
- βέργα μικρού μήκους
- τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε (τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη)
Μεταφράσεις
βεργούλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.