verge

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
verge verges

verge (en)

  1. ράβδος, ενδεικτική αξιώματος ( δείτε τη λέξη verger)
  2. όριο, σύνορο, μεταίχμιο
  3. (μεταφορικά) στο χείλος, κοντεύω, είμαι πολύ κοντά σε κάποιο όριο
    He brought the country to the verge of war.
    Έφερε τη χώρα στο χείλος του πολέμου.
    She was on the verge of crying.
    Κόντευε να κλάψει.
    She brought him to the verge of madness.
    Κόντεψε να τον τρελάνει.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη brink

Εκφράσεις

Ρήμα

ενεστώτας verge
γ΄ ενικό ενεστώτα verges
αόριστος verged
παθητική μετοχή verged
ενεργητική μετοχή verging

verge (en)

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

verge < λατινική virga

Προφορά

ΔΦΑ : /vɛʁʒ/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
verge verges

verge (fr) θηλυκό

  1. η γιάρδα
  2. ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος, ράβδος, βέργα
  3. το πέος



Ιταλικά (it)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

      ενικός         πληθυντικός  
verga verge

verge (it)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.