βίτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βίτσα οι βίτσες
      γενική της βίτσας των βιτσών
    αιτιατική τη βίτσα τις βίτσες
     κλητική βίτσα βίτσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βίτσα < μεσαιωνική ελληνική βίτσα < σλαβικής προέλευσης veja

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvi.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βίτσα

Ουσιαστικό

βίτσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.