βεργολυγερή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βεργολυγερή | οι | βεργολυγερές |
| γενική | της | βεργολυγερής | των | βεργολυγερών |
| αιτιατική | τη | βεργολυγερή | τις | βεργολυγερές |
| κλητική | βεργολυγερή | βεργολυγερές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /veɾ.ɣo.li.ʝeˈɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βερ‐γο‐λυ‐γε‐ρή
Μεταφράσεις
βεργολυγερή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.