βέβαια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βέβαια < αρχαία ελληνική βεβαί(ως) + για προσαρμογή στη δημοτική [1] < βέβαιος

Επίρρημα

βέβαια

  1. εκφράζει τη βεβαιότητά για κάτι
  2. βεβαιώνει την απόλυτη συμφωνία, τονίζει μια καταφατική απάντηση
  3. τονίζει μια αντίθεση

Συνώνυμα

Επιφώνημα

βέβαια!

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

βέβαια θηλυκό ή ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του βέβαιος
    εναλλακτικά: βέβαιη
    λόγιος τύπος: βεβαία
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (βέβαιο) του βέβαιος

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.