βέβαια
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
βέβαια
- εκφράζει τη βεβαιότητά για κάτι
- βεβαιώνει την απόλυτη συμφωνία, τονίζει μια καταφατική απάντηση
- τονίζει μια αντίθεση
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
βέβαια θηλυκό ή ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του βέβαιος
- εναλλακτικά: βέβαιη
- λόγιος τύπος: βεβαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (βέβαιο) του βέβαιος
Αναφορές
- βέβαια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.