βάριο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- βάριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική barium < αρχαία ελληνική βαρύς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈva.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βά‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βάριο | τα | βάρια |
| γενική | του | βάριου & βαρίου |
των | βάριων & βαρίων |
| αιτιατική | το | βάριο | τα | βάρια |
| κλητική | βάριο | βάρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
βάριο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις αλκαλικές γαίες, με ατομικό αριθμό 56, ατομικό βάρος 137,33 και χημικό σύμβολο το Ba
-
βάριο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.