βάριο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Ba
  • Ατομικός αριθμός : 56
  • Προηγούμενο = Cs
  • Επόμενο = La

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

βάριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική barium < αρχαία ελληνική βαρύς

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈva.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βάριο

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βάριο τα βάρια
      γενική του βάριου
& βαρίου
των βάριων
& βαρίων
    αιτιατική το βάριο τα βάρια
     κλητική βάριο βάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

βάριο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.