καίσιο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Cs
  • Ατομικός αριθμός : 55
  • Προηγούμενο = Xe
  • Επόμενο = Ba

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

καίσιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική caesium < λατινική caesius (μπλε, λόγω των γαλάζιων λωρίδων του φάσματός του)

Ουσιαστικό

καίσιο και κέσιο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καίσιο τα καίσια
      γενική του καίσιου
& καισίου
των καίσιων
& καισίων
    αιτιατική το καίσιο τα καίσια
     κλητική καίσιο καίσια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Συγγενικά

  • καισιούχος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.