βαρίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαρίτης οι βαρίτες
      γενική του βαρίτη των βαριτών
    αιτιατική τον βαρίτη τους βαρίτες
     κλητική βαρίτη βαρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βαρύτης

Ετυμολογία

βαρίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική barite < αρχαία ελληνική βάρος

Ουσιαστικό

βαρίτης αρσενικό

  1. (χημεία) οξείδιο του βαρίου (BaO)
  2. (χημεία) υδροξείδιο του βαρίου (BaOΗ2)
  3. (ορυκτολογία) κρυσταλλικό ορυκτό απ' το οποίο εξάγεται το βάριο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.