βάγιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βάγιο | τα | βάγια |
| γενική | του | βάγιου & βαγιού |
των | βάγιων & βαγιών |
| αιτιατική | το | βάγιο | τα | βάγια |
| κλητική | βάγιο | βάγια | ||
| Δείτε και την κλίση του βάιο. | ||||
| Κατηγορία όπως «ανώμαλα ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βάγιο < ενικός του βάγια (ουδέτερο) < βάγια (θηλυκό)[1]
- Ή, ενικός του μεσαιωνικού πληθυντικού βάγια < ελληνιστική κοινή βάϊον. Όπως στη μεσαιωνική ελληνική λέξη βαγί (< βαΐον/βάϊον, υποκοριστικό του βάϊς (φύλλο φοίνικα) < αρχαία αιγυπτιακά b'j (δείτε και κοπτική bai)[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈva.ʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βά‐γιο
Ουσιαστικό
- (συνήθως στον πληθυντικό) κλαδί από διάφορα φυτά (φοίνικας, μυρτιά, δάφνη) που δίνεται στην εκκλησία την Κυριακή των Βαΐων
Εκφράσεις
Συγγενικά
Μεταφράσεις
βάγιο
|
|
Αναφορές
- βάγιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.