βαγιοβδομάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαγιοβδομάδα οι βαγιοβδομάδες
      γενική της βαγιοβδομάδας των βαγιοβδομάδων
    αιτιατική τη βαγιοβδομάδα τις βαγιοβδομάδες
     κλητική βαγιοβδομάδα βαγιοβδομάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαγιοβδομάδα < βάγιο + -ο- + βδομάδα

Ουσιαστικό

βαγιοβδομάδα θηλυκό

  • (λαϊκότροπο) η εβδομάδα πριν από την Kυριακή των Bαΐων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.