Βάιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βάιος οι Βάιοι
      γενική του Βάιου
& Βαΐου
των Βάιων
& Βαΐων
    αιτιατική τον Βάιο τους Βάιους
& Βαΐους
     κλητική Βάιε Βάιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βάιος < βάϊ(ον) + -ος

Κύριο όνομα

Βάιος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.