βάϊον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βάϊον τὰ βάϊ
      γενική τοῦ βαΐου τῶν βαΐων
      δοτική τῷ βαΐ τοῖς βαΐοις
    αιτιατική τὸ βάϊον τὰ βάϊ
     κλητική ! βάϊον βάϊ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βαΐω
γεν-δοτ τοῖν  βαΐοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βάϊον < βάϊς + υποκοριστικό επίθημα -ιον < αρχαία αιγυπτιακά b'j (κοπτικά bai)

Ουσιαστικό

βάϊον ουδέτερο

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.