βάϊς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | βάϊς | αἱ | βάεις |
| γενική | τῆς | ? | τῶν | βαΐων |
| δοτική | τῇ | βάϊδῐ | ταῖς | βάεσι(ν) |
| αιτιατική | τὴν | βάϊν | τὰς | ? |
| κλητική ὦ! | βάϊ | βάεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ? | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ? | ||
| Με θέμα σε -ιδ- η μορφή βαΐς, βαΐδος. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βάϊς (ελληνιστική κοινή) < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή b'j (κοπτικά bai)
Ουσιαστικό
βάϊς θηλυκό (& βαΐς)
- (ελληνιστική κοινή) κλαδί φοίνικα
- ※ κοίτη δὲ αὐτοῖς ἐκ τῶν σπαδίκων τοῦ φοίνικος, ἃς καλοῦσι βάις, ἐπέπλεκτο (Πορφύριος, Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων, 4, 7, 38)
Συνώνυμα
Πηγές
- βάϊς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βάϊς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.