αύξων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αύξων
& αύξοντας
η αύξουσα το αύξον
      γενική του αύξοντος
& αύξοντα
της αύξουσας
& αυξούσης*
του αύξοντος
    αιτιατική τον αύξοντα την αύξουσα το αύξον
     κλητική αύξων
& αύξοντα
αύξουσα αύξον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αύξοντες οι αύξουσες τα αύξοντα
      γενική των αυξόντων των αυξουσών των αυξόντων
    αιτιατική τους αύξοντες τις αύξουσες τα αύξοντα
     κλητική αύξοντες αύξουσες αύξοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αύξων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὔξων μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του αρχαίου ρήματος αὔξω [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈaf.kson/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αύξων
ομόηχο: αύξον

Επίθετο

αύξων αρσενικό, αύξουσα θηλυκό, αύξον ουδέτερο

  1. που αυξάνει σταδιακά και συνήθως σταθερά
    αύξουσα σελήνη, αύξουσα ταλάντωση
  2. (μαθηματικά) αριθμός που αυξάνει σε μια σειρά ομοίων
    με αύξοντα αριθμό, με αύξουσα σειρά αριθμών  δείτε τη λέξη αύξων αριθμός

  • αύξοντας (αρσενικό)

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.