αύξων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αύξων & αύξοντας |
η | αύξουσα | το | αύξον |
| γενική | του | αύξοντος & αύξοντα |
της | αύξουσας & αυξούσης* |
του | αύξοντος |
| αιτιατική | τον | αύξοντα | την | αύξουσα | το | αύξον |
| κλητική | αύξων & αύξοντα |
αύξουσα | αύξον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αύξοντες | οι | αύξουσες | τα | αύξοντα |
| γενική | των | αυξόντων | των | αυξουσών | των | αυξόντων |
| αιτιατική | τους | αύξοντες | τις | αύξουσες | τα | αύξοντα |
| κλητική | αύξοντες | αύξουσες | αύξοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αύξων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὔξων μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του αρχαίου ρήματος αὔξω [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈaf.kson/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αύ‐ξων
- ομόηχο: αύξον
Επίθετο
- αύξοντας (αρσενικό)
Αναφορές
- αύξων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.