αχρεωστήτως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αχρεωστήτως < αχρεώστητος + -ως < μεσαιωνική ελληνική ἀχρεώστητος < (ελληνιστική κοινή) χρεωστώ < αρχαία ελληνική χρέος

Επίρρημα

αχρεωστήτως

  • (λόγιο) χωρίς να χρωστούνται, χωρίς να οφείλονται, χωρίς να τα δικαιούται κάποιος
    Η σχετική αλληλογραφία αφορούσε 92 περιπτώσεις θανόντων συνταξιούχων, στους τραπεζικούς λογαριασμούς των οποίων συνεχιζόταν η καταβολή σύνταξης, επί σειρά ετών μετά τον θάνατο τους. Στις περιπτώσεις αυτές κινήθηκε η διαδικασία αναζήτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, μέσω του τραπεζικού συστήματος ΔΙΑΣ, ενώ από την έρευνα προέκυψε η ύπαρξη συνδικαιούχων στους τραπεζικούς λογαριασμούς, στους οποίους καταβάλλονταν οι συντάξεις. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.