χερέρο
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
χερέρο άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- γλώσσα που μιλιέται στη Ναμίμπια
-
Herero language στην αγγλική Βικιπαίδεια

- κωδικός γλώσσας: hz
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.