αφορμάριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφορμάριστος | η | αφορμάριστη | το | αφορμάριστο |
| γενική | του | αφορμάριστου | της | αφορμάριστης | του | αφορμάριστου |
| αιτιατική | τον | αφορμάριστο | την | αφορμάριστη | το | αφορμάριστο |
| κλητική | αφορμάριστε | αφορμάριστη | αφορμάριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφορμάριστοι | οι | αφορμάριστες | τα | αφορμάριστα |
| γενική | των | αφορμάριστων | των | αφορμάριστων | των | αφορμάριστων |
| αιτιατική | τους | αφορμάριστους | τις | αφορμάριστες | τα | αφορμάριστα |
| κλητική | αφορμάριστοι | αφορμάριστες | αφορμάριστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αφορμάριστος, -η, -ο
- που δεν έχει φορμαριστεί
- που δεν έχει πάρει κάποιο συγκεκριμένο σχήμα
- που δεν βρίσκεται στην κατάλληλη φόρμα (σωματικά ή πνευματικά)
- (πληροφορική) που δεν έχει υποστεί φορμάτ
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αφορμάριστα
- → δείτε τη λέξη φόρμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.