σχηματισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σχηματισμένος | η | σχηματισμένη | το | σχηματισμένο |
| γενική | του | σχηματισμένου | της | σχηματισμένης | του | σχηματισμένου |
| αιτιατική | τον | σχηματισμένο | τη | σχηματισμένη | το | σχηματισμένο |
| κλητική | σχηματισμένε | σχηματισμένη | σχηματισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σχηματισμένοι | οι | σχηματισμένες | τα | σχηματισμένα |
| γενική | των | σχηματισμένων | των | σχηματισμένων | των | σχηματισμένων |
| αιτιατική | τους | σχηματισμένους | τις | σχηματισμένες | τα | σχηματισμένα |
| κλητική | σχηματισμένοι | σχηματισμένες | σχηματισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σχηματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σχηματίζω
Μεταφράσεις
σχηματισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.