φορμαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φορμαρισμένος | η | φορμαρισμένη | το | φορμαρισμένο |
| γενική | του | φορμαρισμένου | της | φορμαρισμένης | του | φορμαρισμένου |
| αιτιατική | τον | φορμαρισμένο | τη | φορμαρισμένη | το | φορμαρισμένο |
| κλητική | φορμαρισμένε | φορμαρισμένη | φορμαρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φορμαρισμένοι | οι | φορμαρισμένες | τα | φορμαρισμένα |
| γενική | των | φορμαρισμένων | των | φορμαρισμένων | των | φορμαρισμένων |
| αιτιατική | τους | φορμαρισμένους | τις | φορμαρισμένες | τα | φορμαρισμένα |
| κλητική | φορμαρισμένοι | φορμαρισμένες | φορμαρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φορμαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φορμάρω
Μετοχή
φορμαρισμένος
- αυτός που έχει φορμαριστεί, που έχει πάρει τη φόρμα που επιδίωκε ο ίδιος ή κάποιος άλλος
- φορμαρισμένα μαλλιά
- ο αθλητής που με εξάσκηση, σωστή διατροφή ή για άλλους λόγους που του προσφέρουν καλή φυσική κατάσταση, είναι έτοιμος για καλές επιδόσεις, είναι σε φόρμα (σε καλή φόρμα)
- Σήμερα ήταν πολύ φορμαρισμένος, όλη η ομάδα στηρίχτηκε επάνω του
Αντώνυμα
- ντεφορμέ
Μεταφράσεις
φορμαρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.