φορμάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φορμάρω < φόρμα

Ρήμα

φορμάρω

  1. δίνω την επιθυμητή φόρμα ή μορφή είτε με καλούπι (π.χ. στα γλυκά) είτε με χτένα (στα μαλλιά), είτε με ειδικη επεξεργασία (π.χ. στο καπέλο)
  2. επεξεγάζομαι το δίσκο του υπολογιστή
  3. (χυδαίο) κάνω ενεργητικό σεξ σε κάποιον, -α, είτε έντονο, είτε αφαιρώ παρθενία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.