αφορμάριστα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αφορμάριστα < αφορμάριστος + -α
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αφορμάριστα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αφορμάριστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αφορμάριστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.