αφιονισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφιονισμένος η αφιονισμένη το αφιονισμένο
      γενική του αφιονισμένου της αφιονισμένης του αφιονισμένου
    αιτιατική τον αφιονισμένο την αφιονισμένη το αφιονισμένο
     κλητική αφιονισμένε αφιονισμένη αφιονισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφιονισμένοι οι αφιονισμένες τα αφιονισμένα
      γενική των αφιονισμένων των αφιονισμένων των αφιονισμένων
    αιτιατική τους αφιονισμένους τις αφιονισμένες τα αφιονισμένα
     κλητική αφιονισμένοι αφιονισμένες αφιονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφιονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αφιονίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.fço.niˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αφιονισμένος

Μετοχή

αφιονισμένος

  1. αυτός που έχει πάρει αφιόνι
  2. φανατισμένος
     συνώνυμα: μανιασμένος, λυσσασμένος, αφιουνλής (ιδιωματικό)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.