αφιουνλής
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αφιουνλής < μεσαιωνική ελληνική αφιόν(ιον) (αφιόνι) + -λής
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fʝuνnˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φιουν‐λής
Πηγές
- Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 71.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.