αφιονίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αφιονίζω < αφιόν(ι) + -ίζω < τουρκική afyon < ελληνιστικής και απώτερης ινδοευρωπαϊκής προέλευσης

Προφορά

ΔΦΑ : /a.fçoˈni.zo/

Ρήμα

αφιονίζω, αόρ.: αφιόνισα, παθ.φωνή: αφιονίζομαι, π.αόρ.: αφιονίστηκα, μτχ.π.π.: αφιονισμένος

  1. δίνω σε κάποιον αφιόνι, ναρκώνω
  2. (μεταφορικά) αποκοιμίζω
  3. (μεταφορικά) φανατίζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.