αφινικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφινικός | η | αφινική | το | αφινικό |
| γενική | του | αφινικού | της | αφινικής | του | αφινικού |
| αιτιατική | τον | αφινικό | την | αφινική | το | αφινικό |
| κλητική | αφινικέ | αφινική | αφινικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφινικοί | οι | αφινικές | τα | αφινικά |
| γενική | των | αφινικών | των | αφινικών | των | αφινικών |
| αιτιατική | τους | αφινικούς | τις | αφινικές | τα | αφινικά |
| κλητική | αφινικοί | αφινικές | αφινικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
αφινικός, -ή, -ό
- (μαθηματικά, γεωμετρία) για θεώρηση της μελέτης του χώρου, συνδεδεμένη με τις ιδιότητες των παράλληλων γραμμών και τους μετασχηματισμούς τους, συνδεδεμένη με τα διανύσματα, παρακάμπτοντας αξιώματα της ευκλείδειας θεώρησης, όπως το μήκος.
- ↪ αφινικός μετασχηματισμός, αφινική μελέτη του χώρου
- ≈ συνώνυμα: ομοπαραλληλικός (από τον κεντρικό ρόλο της μελέτης των παραλλήλων)
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.