μετασχηματισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μετασχηματισμός οι μετασχηματισμοί
      γενική του μετασχηματισμού των μετασχηματισμών
    αιτιατική τον μετασχηματισμό τους μετασχηματισμούς
     κλητική μετασχηματισμέ μετασχηματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετασχηματισμός < μετά + σχηματισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ta.sçi.ma.tiˈzmos/

Ουσιαστικό

μετασχηματισμός αρσενικό

  • αλλαγή του σχήματος
  • (μαθηματικά) τύπος υπολογισμού ενός μαθηματικού αντικειμένου, όταν αλλάζει το σύστημα αναφοράς, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο μετράται

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.