ἀφηγέομαι
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ρήμα
ἀφηγέομαι
-
ἀφηγοῦμαι
,
ιωνικός τύπος
ἀπηγέομαι
πηγαίνω μπροστά από μια ομάδα και την
οδηγώ
προς ένα σημείο
οἱ τότε ἡγούμενοι πάλιν
ἀφηγείσθωσαν
εἰς τὸν εὐώνυμον
(ΠΛάτων, Νόμοι 762d)
λέω
,
αναφέρω
καὶ ἀπικόμενον
ἀπηγέεσθαι
πᾶν τὸ γεγονός
(Ηρόδοτος, Α, 24)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.