αφγανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφγανικός | η | αφγανική | το | αφγανικό |
| γενική | του | αφγανικού | της | αφγανικής | του | αφγανικού |
| αιτιατική | τον | αφγανικό | την | αφγανική | το | αφγανικό |
| κλητική | αφγανικέ | αφγανική | αφγανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφγανικοί | οι | αφγανικές | τα | αφγανικά |
| γενική | των | αφγανικών | των | αφγανικών | των | αφγανικών |
| αιτιατική | τους | αφγανικούς | τις | αφγανικές | τα | αφγανικά |
| κλητική | αφγανικοί | αφγανικές | αφγανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αφγανικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική afghan + -ικός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /af.ɣa.niˈkos/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αφ‐γα‐νι‐κός
Επίθετο
αφγανικός, -ή, -ό
- που προέρχεται από το Αφγανιστάν ή είναι σχετικός με τη χώρα αυτή και τους κατοίκους της
Μεταφράσεις
αφγανικός
|
Αναφορές
- αφγανικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.