αφίσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αφίσα | οι | αφίσες |
| γενική | της | αφίσας | των | αφισών |
| αιτιατική | την | αφίσα | τις | αφίσες |
| κλητική | αφίσα | αφίσες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

αφίσα του Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈfi.sa/
Ουσιαστικό
αφίσα θηλυκό
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αφισάρισμα
- αφισοδιαφημιστής
- αφισοκόλληση
- αφισοκολλητής
- αφισοκολλήτρια
- αφισοκολλώ
- αφισορύπανση
- αφισόραμα
- αφισούλα
-
αφίσα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.