αφίσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφίσα οι αφίσες
      γενική της αφίσας των αφισών
    αιτιατική την αφίσα τις αφίσες
     κλητική αφίσα αφίσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφίσα < (άμεσο δάνειο) γαλλική affiche < afficher < λατινική affigere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος affigo < ad + figo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeygʷ (στερεώνω, κολλώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈfi.sa/

Ουσιαστικό

αφίσα θηλυκό

  1. φύλλο χαρτιού (ή από άλλο υλικό) που κολλιέται σε τοίχους ή ειδικούς χώρους και με το οποίο γνωστοποιείται ή ανακοινώνεται κάτι δημόσια
  2. φύλλο χαρτιού (ή από άλλο υλικό) που κολλιέται σε τοίχους ή αναρτάται ως διακοσμητικό στοιχείο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.