αφισοκολλητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αφισοκολλητής | οι | αφισοκολλητές |
| γενική | του | αφισοκολλητή | των | αφισοκολλητών |
| αιτιατική | τον | αφισοκολλητή | τους | αφισοκολλητές |
| κλητική | αφισοκολλητή | αφισοκολλητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αφισοκολλητής < αφισοκολλ(ώ) + -ητής
Ουσιαστικό
αφισοκολλητής αρσενικό (θηλυκό αφισοκολλήτρια)
- (επάγγελμα) άτομο που κολλάει αφίσες εθελοντικά ή επαγγελματικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.