αφισοκολλήτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αφισοκολλήτρια | οι | αφισοκολλήτριες |
| γενική | της | αφισοκολλήτριας | των | αφισοκολλητριών |
| αιτιατική | την | αφισοκολλήτρια | τις | αφισοκολλήτριες |
| κλητική | αφισοκολλήτρια | αφισοκολλήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αφισοκολλήτρια < αφισοκολλητής + -τρια
Μεταφράσεις
αφισοκολλήτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.