πόστερ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πόστερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική poster[1] < post < λατινική posits

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpo.steɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πόστερ

Ουσιαστικό

πόστερ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.