αυτοπροώθηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοπροώθηση οι αυτοπροωθήσεις
      γενική της αυτοπροώθησης των αυτοπροωθήσεων
    αιτιατική την αυτοπροώθηση τις αυτοπροωθήσεις
     κλητική αυτοπροώθηση αυτοπροωθήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοπροώθηση < αυτο- + {π|προ-|000=-}} προώθηση

Ουσιαστικό

αυτοπροώθηση θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) το να προωθείται (να ωθείται προς τα εμπρός) κάποιος από μόνος του
  2. (μεταφορικά) η αυτοδιαφήμιση, η αυτοανάδειξη, η αυτοπροβολή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.