αυτοπροβολή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοπροβολή | οι | αυτοπροβολές |
| γενική | της | αυτοπροβολής | των | αυτοπροβολών |
| αιτιατική | την | αυτοπροβολή | τις | αυτοπροβολές |
| κλητική | αυτοπροβολή | αυτοπροβολές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοπροβολή < αυτοπροβάλλομαι
Ουσιαστικό
αυτοπροβολή θηλυκό
- η ενέργεια του αυτάρεσκου, που προβάλλει τον εαυτό του, κάνει φιγούρα, επιδεικνύει υπερβολικά τα ταλέντα του ή τα επιτεύγματά του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.