αυτοανάδειξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοανάδειξη | οι | αυτοαναδείξεις |
| γενική | της | αυτοανάδειξης | των | αυτοαναδείξεων |
| αιτιατική | την | αυτοανάδειξη | τις | αυτοαναδείξεις |
| κλητική | αυτοανάδειξη | αυτοαναδείξεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.