αυτοκόλλητο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοκόλλητο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αυτοκόλλητος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ftoˈko.li.to/
Ουσιαστικό
αυτοκόλλητο ουδέτερο (υποκοριστικό: αυτοκολλητάκι)
- αντικείμενο που έχει κολλώδη επιφάνεια, αντικείμενο σχεδιασμένο να κολλά
- ετικέτα με κόλλα στη μια όψη
- διαφημιστική κολλήσιμη ετικέτα
- (μεταφορικά) λατρεμένος εραστής
- (μεταφορικά) για κάποιον ή κάτι που είναι προσκολλημένο πάνω σε κάποιον, αυτοκολλητάκι
Μεταφράσεις
αυτοκόλλητο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.