αυτοκινούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοκινούμενος η αυτοκινούμενη το αυτοκινούμενο
      γενική του αυτοκινούμενου της αυτοκινούμενης του αυτοκινούμενου
    αιτιατική τον αυτοκινούμενο την αυτοκινούμενη το αυτοκινούμενο
     κλητική αυτοκινούμενε αυτοκινούμενη αυτοκινούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοκινούμενοι οι αυτοκινούμενες τα αυτοκινούμενα
      γενική των αυτοκινούμενων των αυτοκινούμενων των αυτοκινούμενων
    αιτιατική τους αυτοκινούμενους τις αυτοκινούμενες τα αυτοκινούμενα
     κλητική αυτοκινούμενοι αυτοκινούμενες αυτοκινούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυτοκινούμενος < αυτο- + κινούμενος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική automotive)

Μετοχή

αυτοκινούμενος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.