αυτοδιορισθείς

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.fto.ði.o.ɾiˈsθis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυτοδιορισθείς

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοδιορισθείς η αυτοδιορισθείσα το αυτοδιορισθέν
      γενική του αυτοδιορισθέντος
& αυτοδιορισθέντα1
της αυτοδιορισθείσας
& αυτοδιορισθείσης*
του αυτοδιορισθέντος
    αιτιατική τον αυτοδιορισθέντα την αυτοδιορισθείσα το αυτοδιορισθέν
     κλητική αυτοδιορισθείς αυτοδιορισθείσα αυτοδιορισθέν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοδιορισθέντες οι αυτοδιορισθείσες τα αυτοδιορισθέντα
      γενική των αυτοδιορισθέντων των αυτοδιορισθεισών των αυτοδιορισθέντων
    αιτιατική τους αυτοδιορισθέντες τις αυτοδιορισθείσες τα αυτοδιορισθέντα
     κλητική αυτοδιορισθέντες αυτοδιορισθείσες αυτοδιορισθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
αυτοδιορισθείς < μετοχή αορίστου του παθητικού ρήματος αυτοδιορίζομαι

Μετοχή

αυτοδιορισθείς, -είσα, -έν (μετοχή παθητικού αορίστου)

  1. (λόγιο) που διόρισε τον εαυτό του
     συνώνυμα: αυτοδιορισμένος, αυτοδιόριστος
  2. (λόγιο) που θέωρησε ο ίδιος ότι είναι διορισμένος, υπεύθυνος για κάτι
     συνώνυμα: αυτοανακηρυχθείς, αυτεπάγγελτος, αυτοδιορισμένος, αυτοδιόριστος

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

αυτοδιορισθείς: ρηματικός τύπος

Ρηματικός τύπος

αυτοδιορισθείς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.