αυτεπάγγελτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτεπάγγελτος | η | αυτεπάγγελτη | το | αυτεπάγγελτο |
| γενική | του | αυτεπάγγελτου | της | αυτεπάγγελτης | του | αυτεπάγγελτου |
| αιτιατική | τον | αυτεπάγγελτο | την | αυτεπάγγελτη | το | αυτεπάγγελτο |
| κλητική | αυτεπάγγελτε | αυτεπάγγελτη | αυτεπάγγελτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτεπάγγελτοι | οι | αυτεπάγγελτες | τα | αυτεπάγγελτα |
| γενική | των | αυτεπάγγελτων | των | αυτεπάγγελτων | των | αυτεπάγγελτων |
| αιτιατική | τους | αυτεπάγγελτους | τις | αυτεπάγγελτες | τα | αυτεπάγγελτα |
| κλητική | αυτεπάγγελτοι | αυτεπάγγελτες | αυτεπάγγελτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αυτεπάγγελτος, -η, -ο
- αυτός που γίνεται από μόνος του χωρίς τη μεσολάβηση τρίτου
- (νομικός όρος) αυτός που προέρχεται από το νόμο, χωρίς τη μεσολάβηση εισαγγελέα ή μήνυσης
Συγγενικά
εκφράσεις
- «αυτεπάγγελτος προστάτης»
- «αυτεπάγγελτος επέμβασις του εισαγγελέως» η οποία γίνεται χωρίς τη μήνυση ή αίτηση του πολίτη
- «αυτεπάγγελτος διαθεσιμότητα», η ένεκα έλλειψης θέσης επιβαλλόμενη στους εν ενεργεία αξιωματικούς «αυτεπάγγελτος αποστρατεία».
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.