παγίωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγίωση οι παγιώσεις
      γενική της παγίωσης* των παγιώσεων
    αιτιατική την παγίωση τις παγιώσεις
     κλητική παγίωση παγιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παγιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παγίωση < παγιώνω

Ουσιαστικό

παγίωση θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παγιώνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.